κατηχρείωσα

κατηχρείωσα
κατά-ἀχρειόω
render useless
aor ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταχρειώ — καταχρειῶ, όω (AM) (επιτ. τ. τού αχρειώ*) 1. καθιστώ κάτι εντελώς άχρηστο («πάσας τὰς αἰσθήσεις κατηχρείωσα», ΠΔ) 2. παθ. καταχρειοῡμαι, όομαι α) έχω εξαχρειωθεί, είμαι εξαχρειωμένος β) γίνομαι εντελώς άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχρειῶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”